Σήμερα, αύριο, πότε;

Νύχτα. 
Δύο παρά τέταρτο. 

Είχε κλείσει ήδη τρεις ώρες  στην καρέκλα, έξω απ’ το χειρουργείο. Το τηλεφώνημα ήρθε στις οκτώ και μισή. Ταξί για το νοσοκομείο. Αμίλητος. 

Στις δέκα παρά τέταρτο, πρώτη ενημέρωση. Οι γιατροί διέγνωσαν ισχυρό καρδιακό επεισόδιο.

Πως έγινε; Αργότερα, οι γείτονες θα του έλεγαν τα γεγονότα. Κι ύστερα θα τον κοιτούσαν επικριτικά: «Και συ βρε παιδί μου, αφού ήξερες ότι ζει μόνος του, ας ερχόσουν μια φορά το μήνα. Πατέρας σου είναι.» 
Δύο και τέταρτο. 

Ήταν  είκοσι τριών ετών όταν έφυγε από το σπίτι. Δουλειά σε ξένο τόπο.  Ο πατέρας του στεκόταν στην πόρτα: «Να μας θυμάσαι που και που». «Να τακτοποιηθώ, και με την πρώτη ευκαιρία θα έρθω να σας δω».  Γύρισε την πλάτη και έφυγε. Εκείνος, συνέχισε να τον κοιτά  απ’ την πόρτα. Καθώς απομακρυνόταν, του φάνηκε πως τον είδε με τα κοντά του παντελόνια, να πηγαίνει την πρώτη μέρα στο σχολείο με την τσάντα στον ώμο και ένιωσε ένα τσίμπημα στην καρδιά. 

Τρεις και είκοσι. 

Πέρασαν εννιά χρόνια από τότε. Πήγε στη ξένη πόλη και έγινε ξένος στο ίδιο του το σπίτι. Σήμερα, αύριο, πότε; Τη μέρα να προλάβει τη δουλειά. Το βράδυ, νοσταλγία, υποσχέσεις. Σήμερα, αύριο, να πάει στο σπίτι. Μιλούσαν στο τηλέφωνο. Τι να σου κάνει και αυτό. Ήθελε να τους δει, να τους αγγίξει, να νιώσει. Μα την επόμενη, όλο και περισσότερη προσπάθεια στη δουλειά. Στο τέλος πιάστηκε καλά. Τόσο στη δουλειά, όσο και στη νέα του ζωή. Τώρα πια θυμότανε το σπίτι του μόνο τα βράδια. Στα όνειρα του.
Πέντε και είκοσι. 

Τα χρόνια περνάνε. Έμεινε η εικόνα του πατέρα, όπως σ’ εκείνο το πρωινό του αποχαιρετισμού. Όπως στα όνειρα, στις αναμνήσεις. Σκηνές μιας άλλης ζωής, ενός άλλου ανθρώπου, που έζησε στο ίδιο σώμα, σαν φωτογραφίες ξένες: Το καλοκαίρι στη θάλασσα. Κάτω απ’ την κληματαριά, στην αυλή. Στο κτήμα, που γέμισε πια αγριόχορτα: «Μια μέρα, σα μεγαλώσεις, θα το φυτέψουμε ελιές, να χεις κάτι να θυμάσαι και να  δείχνεις στα παιδιά σου». 

Έξι και δέκα.

Η θάλασσα. Η αυλή. Το κτήμα. Ένα παιδί που καμαρώνει στο χέρι το πρώτο του ρολόι. 

Όλα  γυρνάνε και καρφώνονται σ' ένα σημείο, μαζί με το βλέμμα του. Στην άσπρη ρόμπα του γιατρού, λίγο πιο κάτω απ’ την καρδιά. «Λυπάμαι, κάναμε ότι μπορούσαμε».

επιστροφή